- κλαυσίμαχος
- κλαυσίμαχος, -ον (Α)(ως κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι- (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + -μαχος (< μάχη), πρβλ. βουλό-μαχος, φυγό-μαχος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.